πλήμυρα

πλήμυρα
πλήμῡρ-α, ,
A = πλημυρίς, flood-tide, flood, Thphr.Sign.29, LXX Jb.40.18(23), Placit.3.17.1, D.H.1.71, AP9.291 (Crin.), Ev.Luc. 6.48, Plu.Rom.3, etc.; inundation of the Nile, POxy.1409.17 (iii A. D.): metaph.,

λόγου Ph.1.175

, cf. 690 (pl.);

κακῶν S.E.M.11.157

.
2 Medic., accumulation, excessive flow, Lycusap.Orib.8.25.39, Aret.SA2.9, SD 2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλημύρα — πλημύρᾱ , πλήμυρα flood tide fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημύρᾳ — πλημύρᾱͅ , πλήμυρα flood tide fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήμυρα — η βλ. πλημμύρα …   Dictionary of Greek

  • πλημύρας — πλημύρᾱς , πλήμυρα flood tide fem acc pl πλημύρᾱς , πλήμυρα flood tide fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρῶν — πλήμυρα flood tide fem gen pl πλημυρέω rise like the flood tide pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημύραις — πλήμυρα flood tide fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημύρης — πλήμυρα flood tide fem gen sg (epic ionic) πλημυρέω rise like the flood tide imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημύρῃ — πλήμυρα flood tide fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήμυραν — πλήμυρα flood tide fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς …   Dictionary of Greek

  • πλημμύρα — Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”